- κωλυσίδειπνος
- κωλυσίδειπνος, -ον (Α)(για είδος σαλιγκαριών που αν τά έτρωγε κάποιος στην αρχή τού δείπνου δεν μπορούσε να φάει τίποτε άλλο) αυτός που εμποδίζει το δείπνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ-ις) + -δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. φιλό-δειπνος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.